- μακαρίτικος
- η , ο ирон. блаженной памяти, покойный, бывший;
τό μακαρίτικο το μαγαζί μου — мой блаженной памяти магазин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό μακαρίτικο το μαγαζί μου — мой блаженной памяти магазин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακαρίτικος — η, ο [μακαρίτης] (ειρωνικά, για πράγματα) αυτός που δεν υπάρχει πια … Dictionary of Greek
μακαρίτικος — η, ο (ειρων. για πράγματα), αυτός που δεν υπάρχει πια: Συγκινούμαι όταν θυμάμαι το μακαρίτικο πατρικό μου σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)